- βορεύς
- βορεύς, ὁ,A = βορέας, in oblique cases βορῆος, -ῆι, -ῆα, Arat.430, 829,882, etc.: nom. pl.
βορεῖς Alciphr.1.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βορεῖς Alciphr.1.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βορράς — και βοριάς, ο (AM βορρᾱς, Α και Βορέας, ου, Βορέης και Βορῆς, έω και Βορεύς έως) το ένα από τα τέσσερα κύρια σημεία του ορίζοντα, αυτό που βρίσκεται προς τον Βόρειο Πόλο 2. βόρειος άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ερμηνεύθηκε ως «άνεμος του… … Dictionary of Greek